- ψαθώνω
- μετ.1) накрывать циновкой, рогожей; 2) плести рогожу, рогожку или в виде рогожки, рогожкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαθώνω — Ν [ψάθα] 1. καλύπτω κάτι με ψάθα 2. δίνω σε ένα κατασκεύασμα τη μορφή ψάθας … Dictionary of Greek
ψαθώνω — ψάθωσα, ψαθώθηκα, ψαθωμένος 1. καλύπτω με ψάθα, ντύνω με ψάθα. 2. πλέκω κάτι σαν ψάθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψάθωμα — ώματος, το, Ν [ψαθώνω] 1. κάλυψη με ψάθα 2. κάθε κατασκεύασμα που μοιάζει με ψάθα … Dictionary of Greek
ψάθωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαθώνω, κάλυψη με ψάθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)